- ἀμφικάρηνος
- ἀμφικάρηνος, ον,A two-headed, Nic.Th. 373; in Al.417 v. l. for ἀμφίκρηνα, q.v. [full] ἀμφικᾰρής, ές, = foreg., Id.Th.812.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφικάρηνος — ἀμφικάρηνος, ον (Α) με δύο κεφαλές, δικέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κάρηνος < κάρα] … Dictionary of Greek
ἀμφικάρηνον — ἀμφικάρηνος two headed masc/fem acc sg ἀμφικάρηνος two headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικάρηνα — ἀμφικάρηνος two headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek